ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΔΑΝΕΙΟΔΟΤΗΣΗΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΙΔΙΟΚΤΗΤΡΙΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΜΜΕ ΑΠΟ ΤΑ ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ
Κύριε Μητσοτάκη, σήμερα σκοπεύω να ασκήσω πολιτική κριτική και να σας ζητήσω εξηγήσεις. Ελπίζω να μην απαντήσετε, για άλλη μια φορά, με μηνύσεις και με αγωγές, γιατί εδώ και καιρό έχετε ακολουθήσει, φαίνεται, αυτήν την τακτική, προκειμένου να διατηρήσετε τη σιωπή σας.
Έχετε ήδη καταθέσει -στελέχη σας, όχι εσείς προσωπικά- δύο μηνύσεις, ο Εκπρόσωπος Τύπου του Κόμματός σας, ο κ. Κουμουτσάκος, στην Κυβερνητική Εκπρόσωπο και ο πρώην Πρωθυπουργός, ο κ. Σαμαράς. Γιατί; Γιατί είχε το θράσος η Κυβερνητική Εκπρόσωπος να ασκήσει πολιτική κριτική σε δημοσιεύματα και να ζητήσει απαντήσεις και να ζητήσει εξηγήσεις. Και εσείς, αντί για απαντήσεις επί της ουσίας, φαίνεται ότι έχετε εισαγάγει τη στρατηγική του στρίβειν δια των μηνύσεων και των αγωγών.
Θέλω να επισημάνω ότι τα δύο αυτά ζητήματα για τα οποία η Κυβερνητική Εκπρόσωπος πολιτικά κάλεσε εσάς, το Κόμμα σας, όχι τον πρώην Πρωθυπουργό ούτε τον κ. Κουμουτσάκο προσωπικά, να δώσουν κάποιες εξηγήσεις, ήταν κρίσιμα ζητήματα. Το ένα, που αφορά τον κ. Σαμαρά, τον πρώην Πρωθυπουργό, έχει να κάνει με τη διαχείριση της προηγούμενης κυβέρνησης απέναντι στις λίστες τις φοροδιαφυγής, με το γεγονός, δηλαδή, ότι τόσο η λίστα Λαγκάρντ, όσο και αργότερα τα cd του Μπόργιανς, δεν αξιοποιήθηκαν ποτέ. Και βγήκε τώρα στο φως της δημοσιότητας ότι, με βάση αυτά τα δημοσιεύματα, όχι μόνο φιλικά πρόσωπα, διότι, ξέρετε, έχουμε φτάσει στο σημείο οι δέκα Παπασταύρου -που μακάρι να είχαμε δέκα Παπασταύρου- να είναι ένα πρόσωπο, αλλά είναι σε δέκα διαφορετικές λίστες, όμως, όχι μονάχα για αυτό. Βλέπουμε και συγγενικά πρόσωπα, πρόσωπα τα οποία με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία καταφέρατε να αποκρύψατε όλο το προηγούμενο διάστημα. Και αντί να πείτε ότι, εν πάση περιπτώσει, κάποιοι πρέπει να δώσουν εξηγήσεις, ακολουθείτε την τακτική των μηνύσεων, όπως, βεβαίως, και στο κρίσιμο θέμα των εκβιαστών και των payrolls που απ’ ό,τι φαίνεται είχατε απέναντι -ως Κόμμα εννοώ, η Νέα Δημοκρατία- με ένα αρκετά σημαντικό μίσθωμα. Νομίζω ότι 10.000 ευρώ μηνιαίως είναι ένας καλός μισθός στις μέρες μας. Καμία απάντηση, λοιπόν. Τίποτα για την ταμπακιέρα. Μηνύσεις και αγωγές.
Ξέρετε πώς το λέει αυτό ο λαός μας, κύριε Μητσοτάκη; «Φωνάζει ο κλέφτης, να φοβηθεί ο νοικοκύρης».
Κάνετε εσείς μηνύσεις, ακολουθείτε μια επιθετική πολιτική, για να σταματήσουμε να αναδεικνύουμε αυτά τα οποία απασχολούν τον μέσο Έλληνα πολίτη.
Κι αυτό που απασχολεί τον μέσο Έλληνα πολίτη είναι το πώς έφτασε η χώρα ως εδώ. Πώς έφτασε η χώρα ως εδώ, μια χώρα που διοργάνωσε Ολυμπιακούς Αγώνες το 2004, μια χώρα που ήταν στις είκοσιδύο πλουσιότερες, αναπτυσσόμενες χώρες; Ποιο ήταν αυτό το σύστημα; Ποια ήταν αυτή η «παρέα»; Γιατί χρησιμοποιήσατε κι αυτήν την έκφραση. Βγαίνετε στο εξωτερικό και προσπαθείτε να δυσφημίσετε τη χώρα, όχι την Κυβέρνηση. «Η «παρέα»…» -λέει- «…η ανίκανη που κυβερνά τη χώρα, πρέπει να φύγει».
Αυτή η «παρέα», που λεηλάτησε τον εθνικό πλούτο, που μείωσε τον εθνικό πλούτο κατά το ¼ τα τελευταία χρόνια της κρίσης και κατάφερε να διευκολύνει την εξαγωγή των χρημάτων στο εξωτερικό, αυτή η «παρέα» θα λογοδοτήσει ποτέ;. Φαίνεται, όμως, ότι φτάνει η ώρα που θα λογοδοτήσει.
Απαντήσεις, βεβαίως, δεν έχουμε λάβει. Συνεχίζετε να καλύπτετε τον κ. Παπασταύρου, ο οποίος βρέθηκε ακόμα και στα Panama Papers. Συνεχίζετε, φυσικά, να καλύπτετε τα πεπραγμένα της κυβέρνησης Σαμαρά και να μην δίνετε καμία απάντηση, όταν, μάλιστα, αποδεικνύεται για ποιον λόγο έκρυβε τις λίστες στα συρτάρια. Και πιστεύω ότι θα σας δοθεί έστω και σήμερα αυτή η ευκαιρία να δώστε επιτέλους στον ελληνικό λαό κάποιες ξεκάθαρες απαντήσεις.
Όμως, κύριε Μητσοτάκη, το μόνο που εσείς γνωρίζετε από τη μικρή, μέχρι σήμερα, θητεία σας ως Πρόεδρος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, στο μόνο που ξέρετε να παίρνετε ξεκάθαρες θέσεις είναι όταν καταφέρεστε εναντίον της χώρας, υπέρ τρίτων.
Όταν κάποιοι απειλούσαν την Ελλάδα ότι δεν κάνει αρκετά, ότι δεν κάνει αυτά που πρέπει, ότι δεν υλοποιεί τις υποχρεώσεις της και θα φύγει από το Σένγκεν, είχατε έλθει στη Βουλή, εδώ, να τους υπερασπιστείτε και παίρνατε θέση ότι έχουν δίκιο.
Όταν έκλεισαν τα σύνορα στη βαλκανική διαδρομή, είχατε σπεύσει να υπερασπίσετε ουσιαστικά αυτούς που έπραξαν αυτήν τη μονομερή ενέργεια, λέγοντας ότι δεν πρόκειται για μονομερή ενέργεια, αλλά ότι φταίει η Κυβέρνηση που δεν ξέρει τι υπογράφει και τι αποφασίζει στις Συνόδους Κορυφής.
Όταν, πρόσφατα, επιτέθηκαν αστυνομικοί της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, της FYROM, στα σύνορα, σε πρόσφυγες, πήρατε τη θέση της κυβέρνησης των Σκοπίων, όπου, ουσιαστικά, είπατε ότι φταίει η ελληνική Κυβέρνηση που δεν είχε εκεί την αστυνομία να αποτρέψει τους πρόσφυγες και γι’ αυτό συνέβησαν όσα συνέβησαν.
Και εσχάτως, όταν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ζήτησε περισσότερα μέτρα από όσα συμφωνήθηκαν πέρυσι τον Ιούλιο, σπεύσατε να πάρετε τη θέση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Και σας ερωτώ, κύριε Μητσοτάκη: Στις κρίσιμες στιγμές θα υπερασπιστείτε ποτέ -με τις διαφωνίες σας,- προφανώς θα έχετε διαφωνίες- τα συμφέροντα της χώρας, τις θέσεις της χώρας, τις ανάγκες της χώρας ή θα υπερασπίζεστε διαρκώς τις θέσεις τρίτων έναντι της χώρας; Αυτό είναι το κρίσιμο ερώτημα στο οποίο πρέπει να απαντήσετε.
Στην προηγούμενη συνεδρίαση μου ζητήσατε να φανταστώ την Ελλάδα από ψηλά. Και είπατε, «ένας απέραντος προσφυγικός καταυλισμός». Περιγράφατε με μελανά σημεία, όταν, όπου σταθεί και όπου βρεθεί κανείς στην Ευρώπη και στον κόσμο, υπάρχει ένα κλίμα αναγνώρισης της Ελλάδας -και του ελληνικού λαού, κυρίως- ως της χώρας εκείνης που ανέδειξε το ανθρώπινο πρόσωπο της Ευρώπης σε μια πρωτοφανή προσφυγική κρίση. Και αύριο, στο κλίμα και σε ένδειξη αυτής της αναγνώρισης, έρχεται στη Λέσβο ο Πάπας Φραγκίσκος μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο και τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο.
Είναι λοιπόν, εικόνα απαξίωσης για τη χώρα αυτή; Είναι εικόνα μιας χώρας που διαλύεται, ενός failed state όπως λέτε, ενός διαλυμένου κράτους, ή μήπως είναι η εικόνα μιας χώρας και ενός λαού που σε κρίσιμες στιγμές, παρά τις πρωτοφανείς δυσκολίες, τις οικονομικές δυσκολίες, σε αυτήν τη δημοσιονομική μέγγενη, έδωσε από το υστέρημά του και ανέδειξε το ανθρώπινο πρόσωπο της Ευρώπης, την αλληλεγγύη, τον ανθρωπισμό, λέξεις στις οποίες εσείς δεν έχετε αναφερθεί ποτέ στις ομιλίες σας;
Και θυμάμαι, η μόνη κριτική που είχατε να μας κάνετε -δεν ήσασταν εσείς Πρόεδρος τότε, ο κ. Κουμουτσάκος- ήταν η εξής: «Τι πήρατε για να δείξετε ανθρώπινο πρόσωπο στους πρόσφυγες;». Και σας είπα ότι για να υλοποιήσουμε τις αρχές και τις αξίες μας, δεν χρειάζεται να πάρουμε. Είτε είχαμε είτε δεν είχαμε υποχρέωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εμείς αυτό το πρόσωπο θα δείχναμε απέναντι σε αυτούς που έχουν ανάγκη, στους ανυπεράσπιστους ανθρώπους και δεν θα υποστηρίζαμε αυτούς που κλείνουν τα σύνορα και πετούν δακρυγόνα και πλαστικές σφαίρες σε ανυπεράσπιστους ανθρώπους.
Όμως, ακόμα και σε αυτό που όλοι στην Ευρώπη αναγνωρίζουν, το κυριαρχικό δικαίωμα μιας εκλεγμένης κυβέρνησης να επιλέγει τα μέσα υλοποίησης των συμφωνημένων στόχων, σπεύσατε να το ονομάσετε «μονομερή ενέργεια». Και προσέξετε, κανείς άλλος δεν έχει σπεύσει να το πει αυτό. Ούτε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, με το οποίο δηλώσατε στην «Washington Post» ότι ταυτίζεστε απόλυτα. Ο κόσμος το έχει τούμπανο κι εσείς κρυφό καμάρι. Φανερώσατε το καμάρι σας στην Αμερική, στο πρόσφατο ταξίδι σας. Είστε βασιλικότεροι του βασιλέως, θα έλεγα.
Βεβαίως, θα ήθελα σήμερα και σ’ αυτό το σημείο να δώσετε κάποιες εξηγήσεις για το τι εννοείτε όταν λέτε, «Ταυτίζομαι απόλυτα με τις απόψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στα θέματα της αγοράς εργασίας και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων».
Όλος ο ελληνικός λαός γνωρίζει ότι δώσατε μια συνέντευξη στη «Washington Post», στην οποία για άλλη μια φορά δυσφημίσατε τη χώρα διεθνώς. Ζητήσατε φυσικά –τι άλλο;- εκλογές, λέγοντας ότι ο κυβερνητικός συνασπισμός είναι έτοιμος να καταρρεύσει. Και μάλιστα εκλογές πότε; Λίγο πριν την κρίσιμη αξιολόγηση, δηλαδή αναδεικνύοντας σε όλο τον πλανήτη -διότι στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ήσασταν- την πρόθεσή σας να οδηγήσετε, προκειμένου φυσικά να ανακτήσετε τη δυνατότητα πρόσβασης στην εξουσία, τη χώρα και την οικονομία στη μέγγενη της πιστωτικής ασφυξίας. Αυτός είναι ο στόχος σας για άλλη μια φορά, όπως ο στόχος του κ. Σαμαρά με την «αριστερή παρένθεση». Όμως, δεν θα σας γίνει η χάρη. Δεν θα σας γίνει η χάρη.
Ξέρετε, πρέπει να καταλάβετε ότι θα περιμένετε πολύ, ιδίως μ’ αυτές τις ακραίες νεοφιλελεύθερες θέσεις. Δεν υπάρχει περίπτωση ο ελληνικός λαός να σας εμπιστευθεί.
Τι είπατε, λοιπόν; Είπατε ότι ταυτίζεστε, ότι συμφωνείτε απόλυτα με τις θέσεις του Ταμείου στα ζητήματα της αγοράς εργασίας και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Με δυο λόγια, για να καταλάβει ο ελληνικός λαός, συμφωνείτε απόλυτα με τις ομαδικές απολύσεις, διότι είναι αυτές οι θέσεις του Ταμείου. Σε μια χώρα όπου επί των ημερών σας η ανεργία εκτινάχθηκε στο 26% από το 7% που ήταν πριν την κρίση, θέλετε ομαδικές απολύσεις και έχετε και το θράσος να κατηγορείτε την Κυβέρνηση για όσα συμβαίνουν δεξιά και αριστερά σε μεγάλες επιχειρήσεις που απολύουν κόσμο. Και, βεβαίως, θέλετε το lock out και συνδικαλιστικό νόμο. Αυτά θέλετε.
Αυτές είναι οι απόψεις σας. Δεν σας κατηγορώ γι’ αυτό. Ίσως είναι και ευτύχημα που δεν τις κρύβετε. Δεν τις καλύπτετε. Αυτή είναι η ιδεολογία σας. Υπερασπίζεστε τους πλούσιους έναντι των χαμηλών στρωμάτων, έναντι των χαμηλών εισοδημάτων.
Βεβαίως, η άποψή σας για το ασφαλιστικό είναι η κατάργηση, οι νέες περικοπές στις συντάξεις και η ρήτρα μηδενικού ελλείμματος, δηλαδή, με δυο λόγια, να μην υπάρχουν επικουρικές συντάξεις.
Και την ίδια στιγμή που αυτή η Κυβέρνηση δίνει τη μάχη, διεκδικώντας και έχοντας σοβαρές συμμαχίες σε όλη την Ευρώπη, προκειμένου να κρατήσει -και θα κρατήσει, σας το λέω- αυτές τις «κόκκινες γραμμές», εσείς σπεύδετε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής να πάρετε τις θέσεις των δανειστών, των πιστωτών και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για περικοπές στις συντάξεις.
Θα σας κρίνει, λοιπόν, ο ελληνικός λαός, κύριε Μητσοτάκη.
Θα σας κρίνει. Θα σας κρίνει ο ελληνικός λαός. Σας έχει κρίνει ήδη τρεις φορές μέσα σε έναν χρόνο.
Πράγματι, όμως, θα ήθελα να πω ότι στο μόνο πράγμα στο οποίο εκφράσατε τη διαφωνία σας με το Ταμείο είναι σε αυτό που το Ταμείο έχει κάποιο δίκιο, που είναι ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο. Τι είπατε στη συνέντευξή σας; Είπατε ότι αυτό δεν το θεωρείτε τόσο σημαντικό όσο τις μεταρρυθμίσεις. Μετά τον κ. Σαμαρά και τον κ. Βενιζέλο, ίσως πρέπει κι εσείς τώρα να μπείτε στη γραμμή της διεκδίκησης του πιστοποιητικού βιωσιμότητας του χρέους. Θέλετε, δηλαδή, απ’ ό,τι φαίνεται, να συνεχίσει το χρέος να λειτουργεί ως μηχανισμός επιβολής της λιτότητας.
Αυτό, όμως, το οποίο, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είναι θράσος είναι ο Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης να μιλάει για αριστερό ολοκληρωτισμό. Νομίζω ότι αυτή η φράση είναι ίσως η πλέον ολοκληρωτική που έχει ακουστεί σε αυτήν εδώ την Αίθουσα.
Είναι θράσος να τολμάτε να κατηγορείτε τη σημερινή Κυβέρνηση που σπεύδει να πράξει το αυτονόητο, το οποίο δεν έκαναν όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις ή που κάποιες προσπάθησαν -όπως και της δικής σας παράταξης- αλλά δεν τόλμησαν, δεν κατάφεραν να κάνουν: Να βάλει, δηλαδή, μια τάξη σε αυτό που ονομάζεται «διαπλοκή», να προχωρήσει το διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες, να μπει επιτέλους μια τάξη σε αυτόν τον τόπο και να αισθανθεί ο Έλληνας πολίτης ότι υπάρχουν νόμοι για όλους.
Και έχετε το θράσος να βγαίνετε και να λέτε ότι αυτό είναι ολοκληρωτισμός, γιατί -λέει- προσπαθεί η Κυβέρνηση να ελέγξει τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ενώ, κατά τη γνώμη σας, θα έπρεπε τα μέσα μαζικής ενημέρωσης να μην πληρώνουν φόρους, να μην πληρώνουν τέλη και θα έπρεπε να μην έχουν νόμιμες άδειες έχοντας πληρώσει την απόκτησή τους, πράγμα το οποίο συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα από όλες τις χώρες της Ευρωζώνης.
Φυσικά, το θράσος πηγαίνει κι ένα βήμα παραπέρα, όταν τολμάτε να κατηγορείτε εμάς για τους κεφαλαιακούς ελέγχους και την πιστωτική ασφυξία που επιβλήθηκε πέρσι.
Φτάσατε ακόμα και στο σημείο, όταν υπήρξαν δημοσιεύματα που αφορούσαν διαρροές από το WikiLeaks, εσείς, αντί να ασχοληθείτε με την ουσία των διαρροών αυτών, να αφήνετε άθλια υπονοούμενα για το από πού διέρρευσαν αυτά τα δημοσιεύματα, από πού έγιναν οι διαρροές και να μιλάτε για την ασφάλεια. Αντί να ταυτιστείτε και εσείς, να συνταχθείτε με την εθνική θέση ότι εδώ δεν πρέπει να αφήσουμε -και δεν θα αφήσουμε- κανέναν να οδηγήσει για μια ακόμη φορά μια διαπραγμάτευση σε συνθήκες ασφυξίας προκειμένου να εκβιαστεί η κυρίαρχη ελληνική Κυβέρνηση και ο ελληνικός λαός, εσείς παίρνετε τη θέση των δανειστών και ζητάτε, μάλιστα, αντί αυτών από την ελληνική Κυβέρνηση να αποκαλύψει πού ήταν οι διαρροές.
Δεν σας αρέσουν αυτά και δυσανασχετείτε, αλλά θα τα πούμε.
Αν, λοιπόν, ψάχνετε για ενόχους -σας το έχω ξαναπεί- να μην ψάχνετε ενόχους σε αυτούς που υπερασπίζονται το δίκιο του ελληνικού λαού. Αλλού να ψάχνετε για ενόχους.
Εμείς θα προχωρήσουμε. Και θέλω να σας διαβεβαιώσω -ξέρω ότι δεν θα σας αρέσει αυτό- ότι η αξιολόγηση θα κλείσει χωρίς επιπλέον μέτρα, διότι αυτό ορίζει η Συμφωνία που έγινε πέρσι τον Ιούλιο. Και όλοι πρέπει να τηρήσουν αυτήν τη Συμφωνία.
Μπορεί να σας στενοχωρεί το γεγονός ότι ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ο Πρόεδρος της Επιτροπής που όρισε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για να παρακολουθεί τις εξελίξεις της διαπραγμάτευσης παίρνουν θέση υπεράσπισης της διαπραγματευτικής θέσης της χώρας και να λένε το αυτονόητο, ότι κάθε χώρα έχει κυρίαρχο δικαίωμα να αποφασίσει τα μέσα με τα οποία θα υλοποιήσει τους κοινά συμφωνημένους στόχους και εσείς να μην τολμάτε να πάρετε αυτήν τη θέση. Όμως θέλω να σας διαβεβαιώσω για το εξής:
Η χώρα δεν είναι μόνη. Η χώρα και έχει δίκιο και αυτήν τη φορά θα το βρει το δίκιο της και θα δικαιωθούμε. Θα περάσουμε αυτόν τον κάβο. Η οικονομία θα γυρίσει στην ανάπτυξη και ο ελληνικός λαός θα δει επιτέλους, μετά από έξι χρόνια καταστροφής, φως στο βάθος του τούνελ, με την προστασία της πρώτης κατοικίας, με το πρόγραμμα για την καταπολέμηση της ανθρωπιστικής κρίσης, με τον νόμο για την υγειονομική περίθαλψη των ανασφάλιστων που καλύπτει δύο εκατομμύρια ανασφάλιστους, με την πρότασή μας για το νέο φορολογικό που ρίχνει για πρώτη φορά τα βάρη στα υψηλά εισοδήματα, με την πρότασή μας για το ασφαλιστικό, που παρά το γεγονός ότι είχατε προεξοφλήσει ότι θα έχει τρομακτικές μειώσεις στις συντάξεις, η πρόταση αυτή είναι μια πρόταση δικαιοσύνης που αποκαθιστά τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, όσο, όμως, και την κοινωνική δικαιοσύνη.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, θέλω να απευθυνθώ στο Σώμα σε ό,τι αφορά τη σημερινή πρόταση.
Ο ελληνικός λαός κατανοεί. Κατανοεί γιατί η χώρα μας έφτασε σε αυτό το σημείο, γιατί συγκλονίστηκε απ’ αυτή την οικονομική κρίση το 2008 με τον πιο βίαιο τρόπο από οποιαδήποτε άλλη χώρα στην Ευρώπη. Κατανοεί για ποιο λόγο -τα νούμερα το αποδεικνύουν- εκτινάχθηκε η ανεργία, το χρέος. Θα μου πείτε ότι, ίσως, δεν είναι η κατάλληλη ώρα για να γίνει αυτή η συζήτηση. Όμως, νομίζω ότι αυτή η συζήτηση θα έπρεπε να έχει γίνει προ πολλού, για να μην κατακλυστεί η ελληνική κοινωνία - ο κόσμος όλος θα έλεγα, γιατί αυτό κυριάρχησε παντού- από μια παραπλανητική αφήγηση του πολιτικού κατεστημένου και των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης. Ποια ήταν αυτή η αφήγηση; Ότι οι Έλληνες ήταν τεμπέληδες, ότι έζησαν πάνω από τις δυνατότητές τους ή -ακόμα χειρότερα- ότι «μαζί τα φάγαμε», όπως έχει πει ο κ. Πάγκαλος.
Βασικός στόχος αυτών των συνθημάτων ήταν προφανώς η συλλογική ενοχοποίηση του ελληνικού λαού, για να τη βγάλουν καθαρή οι πραγματικοί υπαίτιοι της καταστροφής που ήταν οι φοροφυγάδες, οι μιζαδόροι, οι εθνικοί εργολάβοι, οι λαθρέμποροι, οι μεγαλοκαναλάρχες, τα golden boys των τραπεζών και, φυσικά, τα κόμματα που τους στήριζαν και στηρίζονταν απ’ αυτούς.
Εδώ, ξέρετε, δεν μιλάμε για διακόσιες οικογένειες όπως κάποτε είχε ακουστεί. Μιλάμε για μια ισχυρή κοινωνική δύναμη, για μια ολόκληρη -αν και μειοψηφική- κοινωνική τάξη που έκοψε και έραψε την κοινωνία στα μέτρα της. Και το ερώτημα που πρέπει όλοι να απαντήσουμε νομίζω είναι απλό: Πόσο κόστισε στον ελληνικό λαό αυτή η αυτοκρατορία του εύκολου χρήματος; Θα έλεγα, πόσο συνεχίζει να κοστίζει; Πόσο κοστίζουν τα πολιτικά κόμματα; Πόσο κοστίζουν οι εταιρείες μέσων μαζικής ενημέρωσης και πώς το τραπεζικό σύστημα εξυπηρέτησε με δάνεια το κόστος αυτό; Κι αν κάποια από τα δάνεια αυτά χορηγήθηκαν προ κρίσης, όταν το τραπεζικό σύστημα φαινόταν θωρακισμένο και η πιστωτική ικανότητα των δανειοληπτών ίσως επαρκής, άλλαξε κάτι μετά την κρίση την τελευταία 6ετία σε αυτή τη χώρα; Πώς βίωσαν όλοι αυτοί οι οργανισμοί και οι επιχειρήσεις την κρίση; Είχαν αντίστοιχες συνέπειες με όλους τους υπόλοιπους Έλληνες πολίτες ή συνέχιζαν να αντιμετωπίζονται προνομιακά;
Νομίζω ότι αυτά είναι τα κομβικά ερωτήματα που οφείλει να απαντήσει η υπό σύσταση εξεταστική επιτροπή της Βουλής.
Την ίδια ώρα που η κοινωνία μας βρισκόταν στη δίνη της λιτότητας, που χάσαμε το ¼ του ΑΕΠ μας, που χάνονταν χιλιάδες θέσεις εργασίας, την περίοδο των απολύσεων, της διάλυσης του κοινωνικού κράτους, της πρωτοφανούς επιβάρυνσης των φορολογουμένων με τις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών, την περίοδο της διάλυσης των ασφαλιστικών ταμείων με το περίφημο PSI που καλούμαστε τώρα να πληρώσουμε, ποιο θράσος, ποια εγκληματική βούληση επέτρεψε την αναχρηματοδότηση των δανείων χρεοκοπημένων μέσων ενημέρωσης και κομμάτων; Κι ακόμα, με ποιο επιχειρηματικό σκεπτικό και σε ποια βάση συνέχιζαν τα κόμματα του παλιού καθεστώτος να δανειοδοτούνται με εξασφαλίσεις των μελλοντικών κρατικών τους επιχορηγήσεων;
Ποια σκοπιμότητα εξυπηρετήθηκε; Είναι η ίδια σκοπιμότητα που σήμερα ενώνει αυτά τα κόμματα με μεγάλη μερίδα μέσων ενημέρωσης σε ένα κοινό μέτωπο, που μάχεται με νύχια και με δόντια -αδιαφορώντας για την κατάσταση της οικονομίας- για ένα πράγμα: να μην συνεχιστεί αυτή η προσπάθεια.
Έχω μιλήσει πολλές φορές από αυτό εδώ το βήμα για την ισορροπία τρόμου, σε αυτό το σύστημα εξουσίας, στη βάση του αλληλοεκβιασμού και των αμοιβαίων εξαρτήσεων, γι’ αυτό το τρίγωνο της διαπλοκής, που πρώτο νομιμοποίησε και προήγαγε τη λογική που αντιμετωπίζει το κράτος ως πεδίο λαφυραγώγησης και την πρόσβαση στην κρατική εξουσία ως πηγή ισχύος και πλουτισμού.
Δεύτερον, σχεδίασε και υλοποίησε κρατικές πολιτικές προς όφελος των οικονομικών και πολιτικών ελίτ, χορηγώντας ποινικές ασυλίες, τερματίζοντας δίκες, οδηγώντας ποινικές υποθέσεις στο αρχείο.
Τρίτον, προσπάθησε -και μέχρι το ’12 κατάφερε- να οχυρώσει το πολιτικό κατεστημένο απέναντι σε οποιαδήποτε απόπειρα της κοινωνίας να διαμορφώσει συνθήκες ανατροπής του.
Τα πρόσωπα και οι πολιτικές που στήριξαν τις πλευρές του τριγώνου αυτού ευτυχώς σήμερα ψυχορραγούν, βγάζουν τις τελευταίες άναρθρες κραυγές τους, προσδοκώντας ότι θα προλάβουν να σωθούν από αυτήν την καταστροφική πράγματι -γι’ αυτούς όμως- διακυβέρνηση. Γιατί γι’ αυτούς είναι καταστροφικό το να τους ζητήσει κανείς να πληρώσουν φόρους ή να μην παρέμβουν στη δικαιοσύνη για να απαλλαγούν, αν έχουν διαπράξει αδικήματα. Όμως, είναι πλέον αργά, διότι το παιχνίδι αυτό έχει τελειώσει.
Επιτρέψτε μου, όμως, να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, την κάθε πλευρά αυτού του τριγώνου, με πρώτη -κι έχοντας φυσικά την τιμητική της- τη χρηματοδότηση των κομμάτων.
Το ζήτημα της χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων βρίσκεται στην κορυφή της ατζέντας των περισσότερων προηγμένων δημοκρατιών, καθώς και σειράς διεθνών οργανισμών, όπως κατ’ εξοχήν η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Συμβούλιο της Ευρώπης. Το βασικό ζητούμενο εκεί είναι η ροή του χρήματος να μην καθορίζει τη λήψη πολιτικών αποφάσεων, πράγμα που εξειδικεύεται σε δύο κεντρικούς στόχους: Ο πρώτος αφορά τη δίκαιη και διαφανή κατανομή της κρατικής χρηματοδότησης, ώστε αυτή πράγματι να υπηρετεί του σκοπούς της, δηλαδή τη λειτουργία των πολιτικών κομμάτων ως πυλώνων της Δημοκρατίας, και ο δεύτερος αφορά τη διαφάνεια στην ιδιωτική χρηματοδότηση, κυρίως τη διαφάνεια στον τραπεζικό δανεισμό.
Και τα ερωτήματα που βρίσκονται στα χείλη όλων είναι αμείλικτα. Ποια ήταν τα έργα και οι ημέρες των κομμάτων που εναλλάσσονταν τόσα χρόνια στην εξουσία ως προς όλα τα παραπάνω; Η κρατική χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων στην Ελλάδα ακολούθησε μια πρωτοφανώς στρεβλή πορεία: Τη στιγμή που τα ποσά της κρατικής χρηματοδότησης αυξάνονταν με το πρόσχημα του αποκλεισμού των φαινομένων εξάρτησής τους από ιδιωτικές χρηματοδοτήσεις, την ίδια στιγμή ενισχυόταν και η εξάρτηση από την ιδιωτική χρηματοδότηση και τον τραπεζικό δανεισμό.
Παρακολουθώντας κανείς τη διαχρονική πορεία της κρατικής χρηματοδότησης τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, περίπου, αντιλαμβάνεται, κυριολεκτικά δια γυμνού οφθαλμού, ότι, όσο προχωρούσε η κρίση νομιμοποίησης του δικομματισμού, τόσο εκτοξεύονταν τα χρήματα που τα δύο μεγάλα κόμματα μοιράζονταν μεταξύ τους προσπαθώντας να κρατηθούν με νύχια και με δόντια στην εξουσία.
Το συνολικό ποσό που έχει λάβει η Νέα Δημοκρατία από το 1999 μέχρι σήμερα ως κρατική χρηματοδότηση είναι 301 εκατομμύρια ευρώ και το συνολικό ποσό που έχει λάβει το ΠΑΣΟΚ από το ’99 μέχρι σήμερα ως κρατική χρηματοδότηση είναι 296 εκατομμύρια ευρώ.
Είναι, λοιπόν, προφανές ότι τα τότε μεγάλα κόμματα είχαν δημιουργήσει ένα ιδιότυπο καρτέλ ασφυκτικά κλειστό για όλους τους άλλους. Επίσης, λόγω της κυβερνητικής ή δυνάμει κυβερνητικής τους θέσης, είχαν πρόσβαση σε πηγές ιδιωτικής χρηματοδότησης όχι τόσο από τα μέλη και τους ψηφοφόρους τους, όπως θα ήταν το υγιές, όσο κυρίως από μεγάλους επιχειρηματίες και άλλα συμφέροντα που αποσκοπούσαν σε πάσης φύσεως εξυπηρετήσεις άμεσες ή έμμεσες και βέβαια χρησιμοποίησαν την εξουσία τους για να ρυθμίζουν κατά το δοκούν και πάντοτε συναινετικά τα σχετικά ζητήματα.
Υπάρχει, όμως, και ένα ακόμη μεγαλύτερο ζήτημα αναφορικά με την χρηματοδότηση των κομμάτων του παλιού πολιτικού συστήματος, ένα διαχρονικό σκάνδαλο θα τολμούσα να πω, το θέμα του τραπεζικού τους δανεισμού, που σκοπίμως παρέμεινε σε θεσμικό κενό επί δεκαετίες. Ενώ υπήρχε ένα ολόκληρο πλέγμα λεπτομερών ρυθμίσεων για μια σειρά άλλα ζητήματα που αφορούσαν την ιδιωτική χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων- κουπόνια, απαγορεύσεις χρηματοδότησης από συγκεκριμένες πηγές, κλπ,- το τεράστιο ζήτημα της δανειοδότησης από το κράτος στις τράπεζες, της κρατικής χρηματοδότησης, παρέμενε νομοθετικά έωλο και, βεβαίως, το θέμα της ιδιωτικής χρηματοδότησης νομικά έωλο.
Και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι τελικά το ζήτημα του τραπεζικού δανεισμού ρυθμίστηκε για πρώτη φορά μόλις το 2014 υπό το βάρος βεβαίως της γενικευμένης πλέον κατακραυγής για τα θαλασσοδάνεια των κομμάτων. Και με τη ρύθμιση αυτή προβλέφθηκε για πρώτη φορά η απαγόρευση τραπεζικού δανεισμού με εξασφάλιση την κρατική χρηματοδότηση πέραν του τρέχοντος έτους.
Ωστόσο, προηγουμένως και ενώ βρίσκονταν σε εξέλιξη έρευνα των τότε οικονομικών εισαγγελέων για το θέμα των θαλασσοδανείων των πολιτικών κομμάτων, μεσολάβησε το 2013 η σκανδαλώδης ρύθμιση με πρωτοβουλία τριών τότε Βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας, του κ. Τσουμάνη, του κ. Χριστογιάννη και του κ. Σταμενίτη, με την οποία εν μία νυκτί απαλλάχθηκαν από ποινικές ευθύνες τα στελέχη των τραπεζών που χορήγησαν, μεταξύ άλλων, και σε κόμματα, δάνεια επισφαλή για τα ιδρύματά τους.
Και ποιος πλήρωνε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ή μάλλον ποιος πληρώνει, ποιος συνεχίζει να πληρώνει τα σπασμένα; Ο ελληνικός λαός με τις διαρκείς ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών. Διότι οι επισφάλειες των δανείων που χορηγήθηκαν στα κόμματα μεταφέρθηκαν, με αποφάσεις των ίδιων αυτών κομμάτων, που αποτελούσαν και την τότε κυβερνητική πλειοψηφία στη Βουλή, στις πλάτες των φορολογούμενων.
Είναι σε όλους μας γνωστό ότι η μείωση της κρατικής χρηματοδότησης, σε συνδυασμό φυσικά με τις εκλογικές ανακατατάξεις, προκάλεσε αυτό το φαινόμενο της φούσκας του δανεισμού των δύο μεγάλων κομμάτων, που βρέθηκαν αντιμέτωπα με απόλυτη αδυναμία να ανταποκριθούν στις δανειακές τους υποχρεώσεις.
Μάλιστα, μπορεί κανείς να αντιληφθεί το μέγεθος της επισφάλειας των δανείων που χορηγήθηκαν στα δύο πρώην μεγάλα κόμματα με εξασφάλιση μελλοντικές κρατικές χρηματοδοτήσεις, καθώς η εξασφάλιση αυτή στηρίζονταν σε μια διπλή υπόθεση. Όχι μόνο ότι τα δύο μεγάλα κόμματα θα παρέμεναν μεγάλα, ώστε να συνεχίσουν να λαμβάνουν την μερίδα του λέοντος της κρατικής χρηματοδότησης, αλλά και ότι η ίδια η κρατική χρηματοδότηση θα συνεχίσει να κινείται στα ίδια δυσθεώρητα ύψη. Το 2009 ήταν πάνω από 80 εκατομμύρια συνολικά, 86 εκατομμύρια. Σήμερα είναι 6 εκατομμύρια.
Γιατί τα κόμματα αυτά, και η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, δανείζονταν, στην ουσία, εκχωρώντας αέρα, αφού κανείς δεν ήξερε αν θα συνέχιζε να υπάρχει και πόση θα ήταν αυτή η κρατική χρηματοδότηση που θα δικαιούνταν και, μάλιστα, τη στιγμή -γιατί μιλάω για τα χρόνια της κρίσης- που ο απλός πολίτης ή ο μικρομεσαίος επαγγελματίας υποχρεώνονταν να προσκομίζει αμέτρητα αποδεικτικά και να παραχωρεί εμπράγματες εξασφαλίσεις συχνά πολλαπλάσιας αξίας.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο προκλητικός δανεισμός των κομμάτων συνεχίστηκε ακόμα και την περίοδο που οι τράπεζες εν μία νυκτί έκλεισαν τη στρόφιγγα στην πραγματική οικονομία, προκαλώντας ασφυξία στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Ενδεικτικά να πω: Μόνο το 2013 κι ενώ είχε ήδη χρέη η Νέα Δημοκρατία τότε 145 εκατομμύρια ευρώ, έλαβε νέο δάνειο 14,6 εκατομμυρίων ευρώ. Με τον τρόπο αυτό, δηλαδή, καταστρατηγήθηκε κάθε κανόνας και απαγόρευση σε σχέση με την ιδιωτική χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων.
Μια εικόνα των πραγματικών μεγεθών του τραπεζικού δανεισμού Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ, με βάση τα στοιχεία που έχουμε σήμερα είναι η εξής: Το ΠΑΣΟΚ έχει συνολικό δανεισμό 125,5 εκατομμύρια ευρώ, η Νέα Δημοκρατία 197 εκατομμύρια ευρώ.
Το ερώτημα είναι ένα και το απευθύνω στους Προέδρους των κομμάτων. Ποιος θα τα πληρώσει αυτά τα χρήματα; Ποιος; Θα τα πληρώσουν τα μέλη σας; Μακάρι. Θα σας στηρίξουμε σε μια τέτοια προσπάθεια.
Δεν ξέρω αν μπορεί και το ΠΑΣΟΚ να κάνει το ίδιο. Μπορεί η Νέα Δημοκρατία να το καταφέρει. Κάντε μια καμπάνια, θα σας στηρίξουμε. Όμως, έχω την εντύπωση, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι δεν θα την πληρώσουν τα μέλη σας. Θα τα πληρώσει για άλλη μια φορά ο ελληνικός λαός. Και αυτό είναι που δεν πρέπει να αφήσουμε και δεν θα αφήσουμε να συμβεί, να πληρώσουν για άλλη μια φορά τα σπασμένα οι Έλληνες φορολογούμενοι.
Εμάς, όμως, ξέρετε, δεν μας ενδιαφέρει απλά μια καταγραφή του προβλήματος. Μας ενδιαφέρει να αναλάβουμε δράση για να ξηλωθεί όλο αυτό το σάπιο οικοδόμημα που με συνέπεια και μεθοδικότητα χτίσατε εις βάρος των Ελλήνων φορολογουμένων. Διότι στην ουσία αυτό που κάνατε είναι να μεταθέσετε τις αμαρτίες των χρεοκοπημένων κομμάτων σας στις πλάτες της κοινωνίας.
Στο επίπεδο, λοιπόν, νομοθετικών ρυθμίσεων, προχωράμε το επόμενο διάστημα την υιοθέτηση ενός νέου νομοθετικού πλαισίου για το πολιτικό χρήμα, στο πλαίσιο του οποίου θα αντιμετωπιστεί το ζήτημα και του τραπεζικού δανεισμού των πολιτικών κομμάτων.
Αναλυτικότερα: Καθιερώνονται διατυπώσεις δημοσιότητας, αλλά κι ένα σύστημα ελέγχου για κάθε χορήγηση δανείου προς τα πολιτικά κόμματα και κυρίως για κάθε ρύθμιση, διαγραφή ή άλλη διευθέτηση χρέους των πολιτικών κομμάτων προς τις τράπεζες. Στόχος είναι, αφενός, να ελέγχεται αν πληρούνται οι χρηματοπιστωτικοί κανόνες και, αφετέρου, να ενημερώνεται η ελληνική Βουλή, αλλά και οι πολίτες, για το ύψος και τους φορείς του τραπεζικού δανεισμού κάθε πολιτικού κόμματος, καθώς και για κάθε διευκόλυνση προς αυτά.
Επίσης, δέσμευσή μας αποτελεί ότι οι σκανδαλώδεις ρυθμίσεις και παρεμβάσεις σε εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις -που αναφέρθηκα στην προηγούμενη Προ Ημερησίας αναλυτικά σε αυτές- θα φροντίσουμε άμεσα να καταργηθούν. Και μέσα σ’ αυτές –όπως ανέφερα και προηγουμένως- είναι και η ρύθμιση που παρέχει ασυλία σε τραπεζικά στελέχη τα οποία χορήγησαν τα θαλασσοδάνειά σας. Δεν πρόκειται δηλαδή αυτό το θέμα να κλείσει επειδή ψηφίστηκε κάποτε μια τροπολογία.
Επεξεργαζόμαστε, παράλληλα, μια συνολικότερη ρύθμιση για τα πολιτικά κόμματα και το πολιτικό σύστημα, στο πλαίσιο της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης, με στόχο να αποκαταστήσουμε την εμπιστοσύνη της κοινωνίας στα πολιτικά κόμματα και ελπίζω να μπορέσουμε να συνεννοηθούμε σε αυτό. Στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας αυτής, θα επανεξετάσουμε συνολικά το θεσμικό πλαίσιο, όχι μόνο της κρατικής χρηματοδότησης των κομμάτων, αλλά και το πλαίσιο παροχής κάθε είδους διευκολύνσεων σε αυτά.
Διότι, για εμάς, η λύση του προβλήματος δεν βρίσκεται στην κατάργηση της κρατικής χρηματοδότησης και στη νομιμοποίηση ιδιωτικών χορηγιών, αλλά στο να υπάρχει χρηματοδότηση με απόλυτη διαφάνεια και έλεγχο, στα πλαίσια φυσικά των δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας.
Επιτρέψτε μου να πω και δυο λόγια για το άλλο μεγάλο θέμα της Εξεταστικής που είναι τα δάνεια στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Φαίνεται στο όνομα του δήθεν πλουραλισμού και της δήθεν ανεξάρτητης ενημέρωσης, εφημερίδες, έντυπα και τηλεοπτικούς σταθμούς που εμπορεύονταν την είδηση, δανειοδοτήθηκαν -το ξέρουμε όλοι- χωρίς να πληρούν τις προϋποθέσεις.
Οι ίδιες προϋποθέσεις ήταν αυτές που απέκλειαν από τον δανεισμό τη μεγάλη πλειοψηφία των φυσικών προσώπων και των επιχειρήσεων.
Βεβαίως, ακολούθησε η κρίση, τα μνημόνια, όλα άλλαξαν στη χώρα. Η χρηματοδότηση των ΜΜΕ δεν αγγίχθηκε από κανέναν. Τα παλιά δάνεια, που παρέμεναν σε μια ιδιότυπη ασυλία μη αποπληρωμής, αναχρηματοδοτήθηκαν την περίοδο από το 2010 μέχρι και τον Γενάρη του 2015.
Το ερώτημα είναι, αλήθεια, ποιος ήταν ο λόγος που την ίδια στιγμή που το τραπεζικό σύστημα επιβάρυνε τον μέσο φορολογούμενο με τις ανακεφαλαιοποιήσεις, τα δάνεια των μέσων μαζικής ενημέρωσης, αντί να εξοφλούνται, να αναχρηματοδοτούνται; Και ποιο ήταν το αντάλλαγμά τους, προκειμένου να περάσουν κάτω από τον πήχη της λιτότητας και της δημοσιονομικής προσαρμογής που άγγιξε όλη τη χώρα; Ποια ήταν η συμφωνία και μεταξύ ποιων, αυτή που υποχρέωσε τις τράπεζες, αντί να απαιτήσουν την εξόφληση, να προβαίνουν σε ταχύρρυθμες τακτοποιήσεις των δανείων;
Νομίζω ότι η απάντηση είναι γνωστή σε όλους. Η κυβέρνηση στην τράπεζα, η τράπεζα στο κανάλι, το κανάλι στην κυβέρνηση. Συγκοινωνούντα δοχεία. Σε αυτή τη χώρα και σε αυτόν το κυκεώνα των μνημονίων, χορηγήθηκαν ή και αναχρηματοδοτήθηκαν δάνεια που έπρεπε ή να έχουν ξοφληθεί ή να έχουν καταγγελθεί. Εκείνοι που καρπώθηκαν τα δάνεια βρίσκονταν καταχωρημένοι στον «ΤΕΙΡΕΣΙΑ», δεν είχαν δημοσιεύσει ισολογισμούς, είχαν αρνητικά ίδια κεφάλαια. Δημοσιογραφικοί οργανισμοί και τηλεοπτικοί σταθμοί αναχρηματοδοτήθηκαν με πολλά εκατομμύρια ευρώ, περισσότερες από μία φορές, με ανύπαρκτες ή, τουλάχιστον, ανεπαρκείς εξασφαλίσεις.
Την ίδια στιγμή, το κράτος, η κυβέρνηση, οι κυβερνήσεις σας δεν εισέπρατταν ούτε καν τα δικαιώματα από τη χρήση των συχνοτήτων, ενώ ανέβαλλαν διαρκώς την είσπραξη του τηλεοπτικού φόρου διαφήμισης.
Κι εδώ, νομίζω ότι οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους. Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, στις 31-12-2015 το συνολικό ύψος δανεισμού του κλάδου των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης ανέρχεται στο εξωφρενικό ποσό των 953 εκατομμυρίων ευρώ, σχεδόν ένα δισεκατομμύριο. Και την ίδια στιγμή δεν πλήρωναν τέλη συχνοτήτων. Και για πρώτη φορά τον Απρίλη του 2015 βεβαιώθηκαν συνολικά περίπου 40 εκατομμύρια ευρώ, τα οποία τα οφείλανε στο διάστημα της διακυβέρνησης 2011-2014.
Οι ισχυρισμοί, φυσικά, των τηλεοπτικών σταθμών για, δήθεν, συμψηφισμούς με δωρεάν τηλεοπτικό χρόνο, επιχειρηματολογία που και δικοί σας Βουλευτές ακούω πολλές φορές να αναπαράγουν, έπεσαν στο κενό στα δικαστήρια.
Το Δημόσιο πλέον εισπράττει κι εσείς κατηγορείτε την Κυβέρνηση επειδή θέλει να εισπράττει για το Δημόσιο. Λέτε ότι θέλει να επιβάλει μια χούντα στον χώρο τον ραδιοτηλεοπτικό.
Ξέρετε κάτι; Εμείς δεν πρόκειται να συνεχίσουμε αυτή τη ασυλία και την προστασία στα μέσα ενημέρωσης. Γι’ αυτό και ξέρουμε ότι θα υποστούμε κόστος, το κόστος να έχουμε καθημερινά τη στρέβλωση της πραγματικότητας. Εμπιστευόμαστε, όμως, και την κρίση και το κριτήριο του ελληνικού λαού.
Και να ξέρουν κάτι κάποιοι κι εσείς που μας ακούτε. Νόμιζαν ορισμένοι ότι η συνεχής επίθεση, δυσφήμιση, διαστρέβλωση, η πρωτοφανής επιθετικότητα μερίδας μέσων ενημέρωσης θα λειτουργήσει αρνητικά στην προσπάθειά μας. Τελικά, ήταν τα παράσημά μας.
Θα χάσουμε στην κοινή γνώμη και στον ελληνικό λαό, όταν αυτοί που σας προστατεύουν με νύχια και με δόντια αρχίζουν να στηρίζουν εμάς. Κι αυτό δεν θα συμβεί ποτέ! Ποτέ δεν θα ανεχθούμε να μας στηρίξουν «οι νταβατζήδες», όπως κάποιος είχε πει κάποτε! Τώρα, όμως, αυτούς προστατεύετε.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, θέλω να κλείσω λέγοντας ότι σήμερα η συνεδρίασή μας συμπίπτει και η υπερψήφιση απ’ όλα τα κόμματα, διότι αυτό μάθαμε μια μέρα μετά από την κατάθεση της πρότασης, ότι την στηρίζει και η Νέα Δημοκρατία…
Την ίδια μέρα δεν τολμήσατε ούτε καν να το ψελλίσετε από αυτό το Βήμα, κύριε Μητσοτάκη. Την επόμενη μέρα ήταν η ανακοίνωση.
Δεν πειράζει, εμείς καλωσορίζουμε ότι ψηφίζετε τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής και ελπίζω να μας δώσετε και όλα τα στοιχεία τα οποία θα τα έχετε.
Όμως, θέλω να πω ότι η σημερινή μέρα είναι σημαντική και για έναν ακόμα λόγο. Όχι μόνο διότι θα υπάρξει επιτέλους επιτροπή που θα εξετάσει εξονυχιστικά τι έγινε με τα θαλασσοδάνεια στα κόμματα και στα ΜΜΕ, αλλά και γιατί αναρτήθηκε, δημοσιεύτηκε η προκήρυξη του διαγωνισμού για τις τηλεοπτικές άδειες. Μετά από είκοσι πέντε χρόνια ασυλίας ο νόμος θα εφαρμοστεί σε αυτόν τον τόπο. Παρά τις απειλές, παρά τους εκβιασμούς, δεν θα κάνουμε βήμα πίσω.
Και θα περάσουμε τον κάβο και θα οδηγήσουμε τη χώρα σε ένα ξέφωτο κοινωνικής δικαιοσύνης, διαφάνειας και προκοπής για τον ελληνικό λαό που τόσα έχει υποφέρει όλα αυτά τα χρόνια.
ΔΕΥΤΕΡΟΛΟΓΙΑ
Θα είμαι σύντομος, κύριε Πρόεδρε, γιατί έχει να πάρει το αεροπλάνο ο κ. Μητσοτάκης. Δεν θα αργήσω.
Κύριε Μητσοτάκη, ξεκινήσατε την ομιλία σας με μια φράση εξόχως επιθετική, ότι εμείς ήρθαμε εδώ και σας εκβιάζουμε, σας απειλούμε και ζητάμε να γίνει εξεταστική επιτροπή.
Δεν εκβιάζουμε και δεν απειλούμε κανέναν. Ζητάμε να βγουν στο φως αυτά που θέλει να μάθει ο ελληνικός λαός. Λέτε ότι το κάνουμε αυτό διότι σας απειλούμε να σας βάλουμε τρία μέτρα κάτω από τη γη.
Κύριε Μητσοτάκη, κάποιοι άλλοι προσπάθησαν να βάλουν τρία μέτρα κάτω από τη γη το σκάνδαλο του ΚΕΕΛΠΝΟ.
Αλλά δεν θα μπει τρία μέτρα κάτω από τη γη το σκάνδαλο του ΚΕΕΛΠΝΟ, ούτε το σκάνδαλο της SIEMENS, ούτε τα θαλασσοδάνεια των κομμάτων, ούτε και το σκάνδαλο της φοροδιαφυγής και της λίστας Λαγκάρντ!
Σας ζήτησα για άλλη μια φορά σήμερα να πάρετε μια θέση για τον περιβόητο στενό συνεργάτη του πρώην Πρωθυπουργού, του κ. Σαμαρά, που δεν υπάρχει λίστα που να μην είναι μπλεγμένος. Και εσείς, αντί να πάρετε μια υπεύθυνη θέση και στάση, ουσιαστικά μας εγκαλέσατε για την αναφορά μας στον στενό συνεργάτη του πρώην Πρωθυπουργού, ο οποίος βεβαίως και τότε κατηγορείτο από εμάς ως Αντιπολίτευση και κατηγορείται και σήμερα ότι την υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ μαζί με τον κ. Βενιζέλο την έκρυψαν και πήγαν στο δικαστήριο μόνο τον Παπακωνσταντίνου και απέκρυψαν τις δικές τους ευθύνες.
Ο κ. Βενιζέλος είχε ακριβώς την ίδια ευθύνη με τον κ. Παπακωνσταντίνου. Ήταν Αντιπρόεδρος του κ. Σαμαρά. Και βεβαίως σήμερα μαθαίνουμε, όλως τυχαίως, ότι σε αυτή τη λίστα ήταν συγγενικά πρόσωπα του κ. Σαμαρά. Και χωρίς ντροπή σήμερα καταθέτει μηνύσεις και εσείς έρχεστε εδώ και υπερασπίζεστε τον κ. Παπασταύρου λέγοντας ότι του στερούμε το δικαίωμα σε μια δίκαιη δίκη!
Όμως, κύριε Μητσοτάκη, γλώσσα λανθάνουσα! Διότι εμείς αυτό που ζητάμε είναι να δώσετε εξηγήσεις, να προχωρήσει η Δικαιοσύνη και να διαλευκανθεί η υπόθεση.
Εσείς, εν τη ρύμη του λόγου σας, ξέρετε τι είπατε; Για τη συμμετοχή του κ. Παπασταύρου στη «λίστα των φοροφυγάδων». Δηλαδή, εσείς τον αποκαλέσατε «φοροφυγά». Τον κάψατε τον άνθρωπο! Δεν χρειάζεται να πω τίποτα παραπάνω.
Όμως, έχετε το θράσος, κύριε Μητσοτάκη, να συγκρίνετε τα δάνεια της Νέας Δημοκρατίας με τα δάνεια ενός κόμματος που εκείνη την εποχή των παχιών αγελάδων, που η Βουλή εδώ αποφάσιζε και έδινε 86 εκατομμύρια ευρώ κρατική χρηματοδότηση, είχε ποσοστό 3% και φυσικά για τα δάνεια που έπαιρνε είχε βάλει υποθήκη το κτήριο των γραφείων του Κόμματος στην πλατεία Κουμουνδούρου.
Εσείς ποια υποθήκη έχετε βάλει; Ποιες εξασφαλίσεις είχατε για τα 200 εκατομμύρια της χρηματοδότησης από τις τράπεζες, κύριε Μητσοτάκη;
Απαντήστε στον ελληνικό λαό!
Συγκρίνετε έναν δανεισμό 200 εκατομμυρίων με έναν δανεισμό με υποθήκη και με εξασφαλίσεις της τάξης των 8 εκατομμυρίων ευρώ. Μιλάω για μεγέθη τα οποία είναι 200 με 10, μέσες άκρες.
Και το ερώτημα, λοιπόν, κύριε Μητσοτάκη, είναι: Εξυπηρετούνται τα δάνειά σας; Αυτό είναι το ερώτημα. Λέτε ότι θα δώσετε όλη την κρατική χρηματοδότηση για την εξυπηρέτηση των δανείων σας. Μα, ξέρετε πόσο είναι το σύνολο της κρατικής χρηματοδότησης σήμερα; Περίπου 6 εκατομμύρια ευρώ. Πόσα παίρνει η Νέα Δημοκρατία; Πόσα χρόνια θα κάνετε για να αποπληρώσετε αυτά τα δάνεια; Θα κάνετε πάνω από ογδόντα χρόνια! Αυτό θέλετε να μας πείτε;
Κύριε Μητσοτάκη, είπατε ότι είστε ανοιχτός, είπατε «να τα βγάλετε όλα στο φως». Εγώ, λοιπόν, επειδή με προκαλέσατε, σας λέω «ελάτε να βάλουμε ορκωτούς λογιστές στα ταμεία σας και στα ταμεία μας».
Να μας βγάλετε, όμως και τα τιμολόγια του κ. Μαυρίκου στην Εξεταστική Επιτροπή, κύριε Μητσοτάκη, διότι δεν τα έχετε βγάλει όλα στο φως. Κάποια τα έχετε αποκρύψει.
Και να σας πω και κάτι ακόμα.
Συγκρίνετε τις μεγάλες υποθέσεις για τις οποίες λέτε ότι εμείς στοχοποιούμε στελέχη σας –και εννοείτε τον κ. Παπασταύρου- με την υπόθεση του κ. Σταθάκη. Προσπαθείτε, λοιπόν και σε αυτό το σημείο να κάνετε έναν άθλιο συμψηφισμό, διότι λέγε λέγε κάτι θα μείνει, το ίδιο είναι η υπόθεση της φοροδιαφυγής, η συμμετοχή σε λίστες, με την υπόθεση τού ότι είχε κάνει μία παράλειψη στο «πόθεν έσχες» και εξετάστηκε.
Η Επιτροπή Πόθεν Έσχες, λοιπόν, στην οποία, όπως γνωρίζετε, δεν συμμετέχουν μόνο στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, συμμετέχουν δικαστικοί και συμμετέχουν και στελέχη του δικού σας κόμματος, και για την υπόθεση του κ. Σταθάκη και για την υπόθεση του κ. Φλαμπουράρη –που τα έχετε κάνει σημαίες και προεκλογικά και μετά τις εκλογές- απεφάνθη και έβαλε και τις δύο υποθέσεις αυτές στο αρχείο. Και η απόφαση ήταν σχεδόν ομόφωνη, έξι-ένα, ένα στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας μειοψήφησε, οι έξι πλειοψήφησαν. Και από τους έξι οι δύο ήταν μόνο του ΣΥΡΙΖΑ.
Γιατί, λοιπόν, επανέρχεστε ξανά και ξανά σε ένα θέμα; Για να δημιουργήσετε την άθλια εντύπωση του συμψηφισμού σε μία καθαρή ιστορία απέναντι στην αθλιότητα της φοροδιαφυγής, την αθλιότητα της SIEMENS, την αθλιότητα των θαλασσοδανείων;
Θέλετε, λοιπόν, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι της Νέας Δημοκρατίας, να απαντάμε και εμείς με τον ίδιο τρόπο; Όχι! Εμείς εκλαμβάνουμε, βέβαια, αυτή σας τη στάση ως αδυναμία πολιτική και δεν θα απαντάμε με μηνύσεις σε αυτού του είδους τις αθλιότητες. Ας κάνετε όσες μηνύσεις θέλετε! Την ιστορία της φοροδιαφυγής, την ιστορία των θαλασσοδανείων, την ιστορία των εκβιαστών, την ιστορία της SIEMENS εμείς θα την αναδείξουμε! Όσες μηνύσεις θέλετε κάνετε!
Όμως, για άλλη μία φορά, κύριε Μητσοτάκη, αποδειχθήκατε ένας κακός συνήγορος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν χρειάζεται συνηγόρους. Ό,τι έχουν να πουν το λένε δημόσια. Μας καταθέσατε, όμως, εδώ στα Πρακτικά τις δηλώσεις σας, στις οποίες αυτό το οποίο λέτε είναι ότι συμφωνείτε σε ένα ουσιώδες ποσό μεταρρυθμίσεων, σε αυτά που προτείνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Εγώ χαίρομαι που τα λέτε αυτά, γιατί αυτή είναι η ιδεολογία σας, αυτή είναι η άποψή σας. Αυτό για το οποίο δεν χαίρομαι είναι να υπερασπίζεστε το Ταμείο εκεί που δεν χρειάζεται να το υπερασπίσετε, στην απαίτησή του για νέα μέτρα και στις διαρροές, δεξιά και αριστερά, ότι το θέμα δεν είναι αν κάποιοι επιχειρούν να οδηγήσουν τη χώρα σε συνθήκες ασφυξίας, αλλά ποιοι αναδεικνύουν, ποιοι βγάζουν αυτές τις διαρροές.
Όμως, κύριε Μητσοτάκη, επειδή σήμερα είχατε μια γραμμένη ομιλία, που μιλούσε πάλι για την Εξεταστική Επιτροπή, ατυχήσατε, διότι προφανώς δεν λάβατε υπ’ όψιν σας μια πολύ σημαντική εξέλιξη. Είχατε μια γραμμένη ομιλία, που μιλούσε για Εξεταστική Επιτροπή για τη μεγάλη ζημιά που προκάλεσε στις τράπεζες η διαπραγμάτευση. Και ατυχήσατε όχι μόνο γιατί όλη η ελληνική κοινωνία γνωρίζει ότι οι τράπεζες ανακεφαλαιοποιήθηκαν με μόλις 5,7 δισεκατομμύρια, ενώ η συμφωνία προέβλεπε 25 δισεκατομμύρια και οι αγορές έβαλαν, περίπου, 8 δισεκατομμύρια στις τράπεζες αυτές. Ατυχήσατε και γιατί σήμερα ο Μάριο Ντράγκι, ο διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, εξέδωσε μία ανακοίνωση που μάλλον θα σας αναγκάσει από εδώ και πέρα να λέτε το παραμύθι σας «περί κατάρρευσης και συρρίκνωσης της οικονομίας» χωρίς δράκο. Ο Μάριο Ντράγκι ανακοίνωσε τη συμμετοχή των ελληνικών τραπεζών στο πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης.
Δεν έχει δράκο το παραμύθι σας, κύριε Μητσοτάκη!
Αυτή η απόφαση ισοδυναμεί με έμμεση κεφαλαιακή ενίσχυση κι αυτό σημαίνει ότι οι εγχώριες τράπεζες μπορούν να πουλήσουν σταδιακά, εντός της χρονιάς, έως και το 50% των ομολόγων έκδοσης του EFSF, τα οποία εντάσσει μέσα στη διαδικασία της ποσοτικής χαλάρωσης, ομόλογα τα οποία διακρατούν στα χαρτοφυλάκιά τους οι ελληνικές τράπεζες, ύψους πάνω από 30 δισεκατομμύρια ευρώ. Το 50%, λοιπόν. Αυτό σημαίνει ότι θα έχουν μία ενίσχυση οι τράπεζες πάρα πολύ σημαντική, ύψους 18,5 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Αντιλαμβάνεστε ότι αυτό δεν αποτελεί μόνο μια ουσιώδη ανακούφιση των τραπεζών και της ρευστότητας. Αυτό αποτελεί και την αρχή του τέλους της κρίσης και της αξιολόγησης που έρχεται, θέλετε, δεν θέλετε, χωρίς επιπλέον μέτρα, όπως θέλει διακαώς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο!
Κύριε Μητσοτάκη, είπατε για άλλη μία φορά ότι ζητάτε εκλογές και ότι ό,τι και να κάνουμε –απευθυνθήκατε σε εμένα προσωπικά και στην Κυβέρνηση- «αργά ή γρήγορα θα φύγετε». Έτσι μας είπατε. Θέλω να σας υπενθυμίσω ότι το «αργά» από το «γρήγορα» έχει μία διαφορά.
Κύριε Μητσοτάκη, είστε γόνος μιας ιστορικής οικογένειας την οποία τιμώ. Θέλω να σας πω ότι ο πατέρας σας έκανε είκοσι πέντε χρόνια, από το 1965 έως το 1990, να γίνει πρωθυπουργός. Εσείς, με αυτά που λέτε και κάνετε, θα κάνετε πολύ περισσότερα και δεν ξέρω αν θα γίνετε.