Τρίτη 16 Μαΐου 2017

Πόντος: ταξίδι στη μνήμη

Το ταξίδι στον Πόντο, είναι ένα προσκύνηµα, είναι ταξίδι µνήµης. Αντικρύζοντας αυτήν την απέραντη θάλασσα που ανοίγεται σιωπηλή, βαθύχρωµη, δίχως ήλιο, δίχως νησιά, δίχως σηµείο ορατό στον ορίζοντα, το µόνο που θέλεις είναι να καθήσεις εκεί, στην άκρη του γιαλού και ν' αφήσεις τη µνήµη ελεύθερη, να γυρίσει πίσω, πολύ πίσω.

   Στα μονοπάτια στης νοσταλγίας

«Και ήλθον επί θάλατταν εις Τραπεζούντα, πόλιν Ελληνίδα, οικουμένη εν τω Ευξείνω Πόντω, Σινωπέων αποικίαν, εν τη Κόλχων χώρα» (Ξενοφώντος «Κύρου Ανάβασις»). Κάπου εδώ κοντά στην πόλη που ιδρύθηκε το 756 π.Χ. αναφώνησαν «Θάλαττα! Θάλαττα!» οι Μύριοι. Από εδώ περνούσε, αιώνες αργότερα, ο Δρόμος του Μεταξιού. Εδώ μπαρκάρισε ο Μάρκο Πόλο για να επιστρέψει στη Βενετία μετά από 24 χρόνια στα βάθη της Ασίας. Κυρίως, όμως, εδώ έριξαν άγκυρα Ελληνες και μεγαλούργησαν για χιλιάδες χρόνια μέχρι την Ανταλλαγή των Πληθυσμών που ακολούθησε τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922.
Άλλοι την είπαν Μαύρη Θάλασσα, άλλοι Άξενο Πόντο, οι αρχαίοι τον είπαν Εύξεινο, για να καλοπιάσουν τα νερά ώστε να καλοδεχθούν τους ξένους. Οι Βυζαντινοί τον βάφτισαν Ευσεβή, και άλλοι απλά Πόντο.

Πως βρέθηκαν εδώ οι παππούδες και οι πατεράδες, οι µάνες και οι γιαγιάδες µας, είναι ένα ερώτηµα όλων. Μικρά παιδιά και µεγαλώσαµε µε διηγήσεις και ιστορίες για αυτά τα µέρη - τα µέρη µας - κατά την γνωστή φράση τους. Μικρά παιδιά και µέναµε σ' αυτές τις διηγήσεις και δεν ρωτήσαµε ποτέ τίποτα περισσότερο. Και τώρα έφυγαν εκείνοι και εµείς µεγάλοι πιά,  προσπαθούµε να συνδέσουµε, να βρούµε τις ρίζες µας, κοµµάτι - κοµµάτι.

Τα ταξίδια στον Άξενο Πόντο, από τον καιρό της Αργοναυτικής εκστρατείας, έφεραν όλους τους ήρωες της Μυθολογίας, της Ιστορίας αλλά και της Ζωής στην περιοχή. Ξεκίνησαν το µεγάλο ταξίδι προς τον άξενο, παράξενο και µακρινό κόσµο, άλλοι για να βρουν το χρυσόµαλλο δέρας και άλλοι τα προς το ζην. Έκαναν βιός και οικογένειες. Έχτισαν ναούς, κάστρα, εκκλησίες, σπίτια. Και είναι γεµάτος ο Πόντος από µνηµεία τα οποία χάνονταν πλέον ανάµεσα σε πολυώροφες πολυκατοικίες, και µεγάλους λεωφοριόδροµους, καθώς οι πόλεις µετατρέπονταν σε µεγαλουπόλεις.

Δεν µπορείς, εκ των πραγµάτων να αποκόψεις  το παρελθόν από το παρόν μιας περιοχής που δέχτηκε πολλές επιδροµές, επιδράσεις , πολιτικές και πολιτισµικές και που προσπαθεί να ισορροπήσει, ανάµεσα στο χθες και το σήµερα. Από εδώ πέρασε ο Ιάσονας και ο Μιθριδάτης. Ο Ξενοφώντας και ο Μέγας Αλέξανδρος. Οι Ρωµαίοι και οι Κοµνηνοί,οι Κέλτες,οι Λαζοί, οι Ρώσοι και άλλοι πολλοί. Στα λιµάνια της Κερασούντας και της Τραπεζούντας έφταναν τα καραβάνια ακολουθώντας τον Δρόµο του Μεταξιού.  Άνθρωποι και εμπορεύματα, στο δρόµο προς την Δύση. Όλοι άφησαν πίσω τα σηµάδια τους.

Απομεινάρια αυτών των πολιτισµών υπάρχουν διάσπαρτα στην περιοχή. Τα κάστρα των Κοµνηνών, δίπλα στις εκκλησίες  και τα τζαµιά. Τα σχολεία και τα µοναστήρια, τα σπίτια τα ελληνικά, δίπλα στους τάφους του Μιθριδάτη και τα αγάλµατα του Ατατούρκ.

Όσοι αναχωρούν από την Ελλάδα, ιδιαίτερα αν είναι παιδιά δεύτερης και τρίτης γενιάς προσφύγων, έχουν στο µυαλό τους  ακούσµατα και διηγήσεις του ξεριζωµού και της προσφυγιάς και στο χέρι µια φωτογραφία. Περιµένουν να πάνε σε µια ελληνική πατρίδα. Με ανάµεικτα συναισθήµατα τα οποία διαδέχονταν το ένα το άλλο, ψάχνεις τώρα πια να βρεις τα ενθυμήματα και τα απομεινάρια του παρελθόντος. Ως Πόντο εννοούν σήµερα τα νότια παράλια της Μαύρης Θάλασσας και την ενδοχώρα, το βάθος της οποίας εκτείνεται από 70 έως 120 χλμ.

Οι µεγάλοι όγκοι των βουνών χωρίζουν τον Πόντο σε παραλιακό και µεσογειακό και τα µεγάλα ποτάµια που ξεκινούν από το νότο και κατευθύνονται προς βορά - υδάτινοι δρόµοι που στο παρελθόν διευκόλυναν την επικοινωνία,τις µεταφορές,τις μετακινήσεις- σήµερα  χωρίζουν τις πόλεις την µία από την άλλη. Κατάφυτες ακτές, δασωµένοι λόφοι, ανθισµένα ακρωτήρια, µικροί όρµοι, βαθείς κόλποι, η θάλασσα στα αριστερά και το βουνό από την δεξιά πλευρά σε συνοδεύουν σ' αυτό το ταξίδι. Η θάλασσα απέραντη, χωρίς νησιά και βραχονησίδες,  παίρνει το χρώµα του ουρανού, που συνήθως είναι γεµάτος σύννεφα  και ανάλογα µε την δύναµη του βοριά που έρχεται από πάνω, είναι και τα κύµατα που σκάνε στα παράλια και τα κάνουν αφιλόξενα και άγρια.

Μεγάλα ποτάµια χύνονται σ' αυτή την θαλάσσια λεκάνη και στις εκβολές τους, καθώς το νερό του βουνού ανακατεύεται µε το θαλάσσιο, βρίσκουν καταφύγιο τα διαβατάρικα πουλιά και τα ποταµόψαρα, άφθονα και τα δύο στην περιοχή.Τεχνικοί λιµενοβραχίονες κατά µήκος των ακτών, δαµάζουν την µανία των κυµάτων και χρησιµεύουν  ως καταφύγια για τα µικρά αλιευτικά που οργώνουν τη θάλασσα. Όταν αυτή ηρεµεί γεµίζει γυαλάκια (µικρούς γιαλούς). Η µικρή περιεκτικότητα σε αλάτι, γλυκαίνει το νερό και κάνει το μπάνιο απολαυστικό, καθώς δεν νοείται να φτάσεις σ' αυτή τη θάλασσα και να µην κολυµπήσεις.

Στα παράλια, όπου απλώνεται κάµπος είναι γόνιµος, καλλιεργήσιµος, κατάφυτος µε πεύκα που φτάνουν µέχρι την άκρη του γιαλού. Τα βουνά στα αριστερά είναι ψηλά, πολύ ψηλά καταπράσινα γεµάτα πεύκα,έλατα, κυπαρίσσια,οξιές, καστανιές. "Ποντιακές Άλπεις"  τα ονοµάζουν και δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τις άλλες,  τις πιο τουριστικές  Άλπεις. Συχνά η άγρια αυτή βλάστηση διακόπτεται και σχηµατίζονται, µεγάλα πλατώµατα - τα παρχάρια - προσφιλείς τόποι παραθερισµού.

Στο ταξίδι αυτό, δεν µπορεί να υπάρχει προορισµός. Βγαίνεις στο δρόµο και είναι µακρύς, πολύ γρήγορα συνειδητοποιείς πως η φωτογραφία που έχεις στο χέρι δεν σου χρειάζεται, τα µάτια σου µόνο θέλεις να είναι συνεχώς ανοιχτά, ξεχνάς το χρόνο και πορεύεσαι. Τα ονόµατα των πόλεων που συναντάµε στη διαδροµή σε τραβάνε σαν µαγνήτης. Η Αµάσεια, η Σινώπη, η Ηράκλεια, η Σαφράµπολη σ' εντυπωσιάζουν. Η πρώτη είναι χτισµένη πάνω σε δύο µικρά νησάκια που συνδέονται µεταξύ τους µε γέφυρες και περιβάλλονται µε τείχη, τα οποία σώζονται σε πολύ καλή κατάσταση.

Στην ακρόπολη υπάρχουν λείψανα από το αρχαίο θέατρο, από παλιές εκκλησίες και ένα λουτρό. Η θέα από το ένα νησάκι στο άλλο είναι εντυπωσιακή. Τα στενά σοκάκια σε οδηγούν σε φτωχογειτονιές. Το χρώµα στην πόλη, το δίνουν τα καταστήµατα µε τουριστικά και άλλα είδη, που απλώνουν τις πραµάτειες τους στο δρόµο, τα αγόρια που κάνουν της βουτιές τους από ψηλά στη θάλασσα και οι ίδιοι οι κάτοικοι που βρίσκονται σε µια διαρκή κίνηση. Η δεύτερη, µε το Αρχαιολογικό και Εθνογραφικό µουσείο της.  Στο αίθριο του Μουσείου, εκτίθεται ανάµεσα στα άλλα, ευρήµατα της Χαλκολιθικής εποχής και στο εσωτερικό του µία από τις σηµαντικότερες συλλογές βυζαντινών εικόνων.

Η τρίτη, πήρε το όνοµά της από τον µυθικό ήρωα Ηρακλή, ο οποίος κατέβηκε στον Άδη και συνέλαβε τον Κέρβερο που φύλαγε την είσοδό του. Ο επισκέπτης του Σπηλαίου εντυπωσιάζεται από τα µαύρα ανθρακοφόρα πετρώµατα και τη µυρωδιά διοξειδίου του άνθρακα που δυσκολεύει την αναπνοή και βοηθά στην ταύτιση του µε τον Άδη της µυθολογίας. Η Σαφράµπολη, έχει χαρακτηριστεί Μνηµείο Παγκόσµιας Πολιτιστικής Κληρονοµιάς και προστατεύεται από την UNESCO. Είναι ένα πλήρως ανακαινισµένο,  διατηρητέο χωριό, µε δύο µουσεία, πολλά τζαµιά, χαµάµ και ένα ζωντανό υπαίθριο παζάρι που στήνεται καθηµερινά στους δρόµους. Το πιο σηµαντικό αξιοθέατο είναι τα ίδια της τα σπίτια, µε όλα τα διακοσµητικά της Οθωµανικής αρχιτεκτονικής, όπως καφασωτά, χαγιάτια, σαχνισιά, κ.λ.π.

Αφήνοντας πίσω πολλές παραθαλάσσιες πόλεις - δεν είναι δυνατόν να σταµατάς σ' όλες- άλλες τουριστικές µε έντονη ανάπτυξη, άλλες καθαρά βιοµηχανικές, πιο υποβαθµισµένες, περνώντας τον Άλυ ποταµό, από την παλιά σιδερένια γέφυρα, διασχίζοντας µια από τις µεγαλύτερες πεδιάδες της περιοχή, βρίσκεσαι πλέον στην καρδιά του Πόντου.
Η Σαµψούντα, η Κερασούντα, η Τραπεζούντα, µεγάλες πόλεις πλέον, µε πολυόροφες πολυκατοικίες, συχνά άχαρες και καταθλιπτικές, µε εµπορικά κέντρα, πολυτελή καταστήµατα, µεγάλους λεωφοριόδροµους, ζουν και αναπνέουν- τρόπος του λέγειν αναπνέουν- στους ρυθµούς της ανάπτυξης. Όλες τις ώρες της ηµέρας και µέχρι αργά το βράδυ, στραγγαλίζονται από την κίνηση των λεωφορείων, των Ντολµούς (µικρά λεωφορεία, οµαδικά ταξί κάνουν τα πιο απίθανα δροµολόγια, µε πολύ χαµηλό κόστος, γεµάτα διαρκώς κόσµο, µεταφέρουν µαζί µε τους ανθρώπους και ένα πλήθος από τσάντες και τσαντάκια µε προµήθειες) και των ιδιωτικών αυτοκινήτων  που όλα ανεξαιρέτως περνούν µέσα από το κέντρο της πόλης.

Παλιά και σύγχρονα τζαµιά, κάστρα και εκκλησίες, αρκετές τοποθεσίες που συνδέονται µε την µεσαιωνική και νεότερη οθωµανική ιστορία, πεζόδροµοι γεµάτοι νέους και νέες, µε γραβάτα, κοστούµι ή ταγιέρ (µε µαντήλι ή χωρίς), µε ένα κινητό στο χέρι να τρέχουν να προλάβουν τα πάντα, ηλικιωµένοι στα παγκάκια και στις πλατείες ή καθισµένοι στα παραδοσιακά τεϊοποτεία, παιδιά στις παραλίες και στα πάρκα, στενά σοκάκια, που θυµίζουν έντονα ανατολή, γεµάτα πάγκους µε απλωµένη την πραµάτεια, κρεµασµένα ρούχα από ψηλά, µαντηλοφορούσες µουσουλµάνες, συνθέτουν το παζλ.

Στην Σαµψούντα, τραβάει το ενδιαφέρον το Αρχαιολογικό Μουσείο, το σηµαντικότερο στον Πόντο. Στο κέντρο του εκτίθεται µεγάλο ψηφιδωτό δάπεδο του 222 µ.Χ. και τις βιτρίνες του κοσµούν, εδώλια, κεραµικά και χρυσά νοµίσµατα από την κλασσική ως την νεότερη εποχή, εξαιρετικά ευρήματα τα οποία µαρτυρούν την παρουσία των πολιτισµών και των αναζητήσεων που αλληλοσυγκρούστηκαν στην περιοχή.

Η παραλία της έχει μετατραπεί σ' ένα τεράστιο πάρκο, γεµάτο όλες σχεδόν τις ώρες από πολυπληθείς οικογένειες και νέους και στους δρόµους της συναντάς όλες τις αντιφάσεις, πολύχρωµες πολυκατοικίες δίπλα σε ετοιμόρροπα παλιά σπίτια, καρότσια και αραµπάδες να κινούνται παράλληλα µε πολυτελή αυτοκίνητα. Περνώντας τον Ήρι ποταµό και το ακρωτήρι του Ιάσονα, δεν µπορείς να µην σκεφτείς τις Αµαζόνες που κατοικούσαν στις όχθες του, στην εύφορη κοιλάδα του λύκου - το δάσος από πλατάνια είναι εκεί και µαρτυράει το γεγονός - και τον Ιάσονα που σύµφωνα µε την µυθολογία αποβιβάσθηκε εδώ  κατά την Αργοναυτική Εκστρατεία και έχτισε βωµό προς τους θεούς.

Όλοι οι µύθοι που έθρεψαν και γοήτεψαν το αρχαίο κόσµο είναι εδώ. Ένας ναός κλειστός, ένα µνηµείο που τοποθετήθηκε εκεί για τουριστικούς λόγους,  ένα αναψυκτήριο, μια παραλία που αστράφτει από τα χιλιάδες όστρακα, μαγνητίζουν τον επισκέπτη.

Η Κερασούντα, η πιο όµορφη πόλη, είναι χτισµένη αµφιθεατρικά γύρω από ένα βράχο. Εδώ θα σταθούµε στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, Μητρόπολη της  πόλης παλιά, σήµερα στεγάζεται το Μουσείο. Θα ανέβουμε στο κάστρο µε την εντυπωσιακή θέα,  θα αντικρύσουμε το µικρό νησάκι - το µοναδικό µε βλάστηση στα νότια παράλια και θα περιδιαβούµε στους  δρόµους της, όπου σώζονται πολλά ελληνικά σπίτια, τα περισσότερα σε υποφερτή κατάσταση, κλειστά και ακατοίκητα, καθώς οι Τούρκοι  δεν έχουν δικαίωµα ούτε να τα γκρεµίσουν, ούτε να τα ανακαινίσουν.


Θα σταθούµε µπροστά στα πανέµορφα κτίρια του Αρρεναγωγείου και του Παρθεναγωγείου που δεσπόζουν αγέρωχα, κόντρα στην φθορά του χρόνου και λειτουργούν ακόµη ως σχολεία. Η Τραπεζούντα, για τους περισσότερους Έλληνες ταξιδιώτες αποτελεί την Ιθάκη, το λόγο για τον οποίο πραγµατοποιούν το ταξίδι στον Πόντο.


 Όµορφη πόλη, γεμάτη ζωή. Όλα εδώ ξεκινούν, από το Ατατούρκ Αλάνι ή όπως το λένε οι ντόπιοι το Μεϊντάνι. Εδώ κατέληγε ο Δρόµος του Μεταξιού, εδώ έφταναν τα καραβάνια φορτωμένα µε τις πραµάτειες της Ανατολής. Σήµερα, πνιγµένο στα ντολµούς  (τα ντολµούς στην Τραπεζούντα είναι πολύ περισσότερα απ' ότι σε οποιαδήποτε άλλη πόλη της Τουρκίας, αφού εδώ αντιπροσωπεύουν το 50% του συνόλου των οχηµάτων). Είναι μια πόλη που αποπνέει άρωμα Ανατολής. Στην πλατεία γύρω από το άγαλµα του Κεµάλ υπάρχουν τεϊοποτεία όπου αρκετές οικογένειες και παρέες αποκλειστικά ανδρών πίνουν το τσάι τους ή το αναψυκτικό τους. Γύρω από το Μεϊντάνι βρίσκονται οι πιο εµπορικοί δρόµοι, πεζόδροµοι γεµάτοι κόσµο, πολυκαταστήµατα, τράπεζες, γραφεία αεροπορικών εταιριών και ενοικίασης αυτοκινήτων, προξενεία ,το λιµάνι, τα παζάρια, της δίνουν την πρωτιά στην περιοχή. Η παραλία της, το κτίριο του Φροντιστηρίου της Τραπεζούντας (ο "Θρύλος" του Πόντου), η Αγία Σοφία, το τζαµί της Αϊσέ Γκιουλµπαχάρ, το Ταρσί τζαµί, το βυζαντινό υδαγωγείο, τα τείχη της Ακρόπολης, η Μονή της Παναγίας Θεοσκεπάστου, η οικία Θεοφύλακτου, ενσωµατωµένα µέσα στην πόλη, γεµάτα κόσµο, είναι τα µνηµεία στα οποία οι αρχές και οι κάτοικοι της πόλης επενδύουν.


Δεν νοείται να φτάσει κανείς στον Πόντο και να µην επισκεφτεί τα ορεινά χωριά της Ματσούκας,  της Κρώµνης, της Σάντας. Σκαρφαλωµένα πάνω σε ψηλά βουνά, κατάφυτα, όχι µόνο µε άγρια βλάστηση αλλά και καλλιέργειες, φυτείες τσαγιού, µε ποτάµια, λίµνες, και καταπράσινα παρχάρια. Το τοπίο σε πολλά σηµεία θυµίζει Αυστρία.


Μόνο οι µιναρέδες των τζαµιών µας επαναφέρουν στην πραγµατικότητα. Στην κοιλάδα της Μάτσκας το τοπίο είναι εντυπωσιακό µε πολλά κυπαρίσσια, έλατα και σκλήθρα απ’ όπου ξεφυτρώνουν µια σειρά χωριά µε κοινό όνοµα  Χαψίν ή Χαψίκιοι. Εδώ φυτρώνει η Ποντιακή Αζαλέα, από το λουλούδι της οποίας οι µέλισσες παράγουν το µεθυστικό µέλι.  Ο Στράβωνας το ονόµασε «µαινόµενον», οι Πόντιοι το έλεγαν «παλαλόν µελ’» οι Τούρκοι «ντελί µπαλ» και βεβαιώνουν µέχρι  σήµερα πως όταν το τρώει κανείς ωµό, απλά  μεθάει.

Αφήνοντας την κοιλάδα, ο δρόµος αρχίζει να γίνεται πιο δύσκολος, στενός, µε πολλούς βράχους  και φαράγια, σε οδηγεί πρώτα στο πάρκο Altindere και από εκεί πεζοπορώντας πλέον, αρχίζει η ανάβαση για το ιστορικό Μοναστήρι της Παναγίας Σουµελά. Υπάρχουν σηµεία στην διαδροµή απ' όπου η θέα προς το µοναστήρι είναι συγκλονιστική. Η µονή χτίστηκε το 386 απ' τους µοναχούς Σωφρόνιο και Βαρνάβα και την εικόνα της Παναγίας της Αθηναίας φιλοτέχνησε ο ίδιος ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Οι τελευταίοι µοναχοί εγκατέλειψαν την µονή το 1923. Καταστράφηκε από πυρκαγιές, έµεινε ερειπωµένη και εγκαταλελειμμένη, υπέστη στην φθορά του χρόνου και των ανθρώπων µέχρι το 1990, όταν οι Τουρκικές αρχές αποφάσισαν να επισκευάσουν τα κτίρια της και να την μετατρέψουν σε οργανωµένο αρχαιολογικό χώρο.


Ένα µεγάλο έργο αναστήλωσης του ναού βρίσκεται σε εξέλιξη. Εντυπωσιάζουν οι τοιχογραφίες και το πλήθος των επισκεπτών, στην πλειονότητα τους Τούρκοι, που δεν αρνούνται να πληρώσουν εισιτήριο, προκειµένου να δουν τα ερείπια ενός µοναστηριού μιας  άλλης θρησκείας. Η δεύτερη σηµαντική µονή της περιοχής  είναι του Αγίου Ιωάννη Βαζελώνος και η τρίτη,  η µονή του Αγίου Γεωργίου Περιστερώτα. Ερειπωµένες και οι δύο σήµερα, για να τις επισκεφτεί κανείς, χρειάζεται  µεγάλες αντοχές και διάθεση για πεζοπορία, καθώς βρίσκονται σε απόκρηµνα σηµεία µέσα σε βράχους και το µονοπάτι συχνά χάνεται µέσα στην οργιώδη βλάστηση. Το Ντολµούς , σε σταµατάει στις όχθες ενός ποταµού και όταν σηκώσεις το βλέµµα και δεις τα ερείπια σύρριζα στον βράχο, δεν το πιστεύεις πως είναι δυνατόν να φτάσεις κοντά. Η συγκίνηση από την επιβλητικότητα των ερειπίων, το ύψος των βουνών, η γραφικότητα των χωριών, το µέλι ... φεύγεις πάντως µεθυσµένος.

Τα βουνά που βρίσκονται ανατολικά και δυτικά της κοιλάδας της Μάτσκας, είναι απόκρηµνα και άγρια. Το κλίµα δεν ευνοεί τις γεωργικές καλλιέργειες και την κτηνοτροφία καθώς το χειµώνα τα σκεπάζει το χιόνι και τις άλλες εποχές του χρόνου βρέχει συνεχώς και έχει οµίχλη. Σ' αυτά τα βουνά βρίσκονται σκαρφαλωµένα τα χωριά της Κρώµνης και της Σάντας, μοναστήρια και εκκλησίες, σπίτια εγκαταλελειµµένα και λιγοστοί κάτοικοι σε υποδέχονται σήµερα. Το παρελθόν είναι πολύ µακρινό και η διάθεση για κουβέντα, έχει να κάνει µε τα νέα που φέρνει ο ξένος από τον κόσµο που έρχεται.


Στην κοιλάδα του Οφ, το τοπίο αλλάζει και πάλι. Ο Οφης ποταµός κυλάει ορµητικός και πεντακάθαρος και στις πλαγιές των καταπράσινων βουνών, δάση από ιτιές και λεύκες που φωλιάζουν ακόµη ελάφια, λύκοι και αρκούδες, συναντά κανείς το ένα µετά το άλλο. Περίπου 25 µουσουλµανικά χωριά, χωµένα µέσα στο δάσος από έλατα µε παραδοσιακά ξύλινα σπίτια, ξύλινες αλλά και σύγχρονες γέφυρες κατά μήκος του ποταμού, τζαµιά και βέβαια τις νεόκτιστες πολυκατοικίες οι οποίες ξεφυτρώνουν πλέον από το πουθενά και µόνο απορία σε κάνουν να νοιώθεις για το µεγάλο ύψος τους. Χτισµένο σε υψόμετρο 1800μ. δίπλα στις όχθες µιας γραφικής λίµνης βρίσκεται το Uzungol, Σέραχο για τους Πόντιους.


Σπίτια ξύλινα, σκαρφαλωµένα σε καταπράσινες βουνοπλαγιές, το ποτάµι στη µέση πεντακάθαρο, µε χώρους  περιπάτου και αναψυκτήρια στις όχθες του έχει εξελιχθεί σε τουριστικό θέρετρο, προσφέρεται για καλοκαιρινές διακοπές για τους ντόπιους. Οι Έλληνες µε ποντιακή καταγωγή θα ανακαλύψουν  µε έκπληξη πως οι περισσότεροι κάτοικοι µιλούν ποντιακά µε άνεση και ευκολία.Τα µαθαίνουν από τους γονείς τους και τα διδάσκουν µε την σειρά τους  στα παιδιά τους. Εδώ ακούς από παντού τραγούδια µε κεµεντζέ και στοίχους  στα ποντιακά, τα οποία ακούν και οι ίδιοι και δεν τα βάζουν για τουριστικούς  λόγους, αφού οι τουρίστες είναι ελάχιστοι. Μόνο οι µιναρέδες και η φωνή του Ιµάµη κάθε έξι ώρες που αντιλαλεί στα βουνά σε επαναφέρει στην πραγµατικότητα. 


Η ανάβαση στο βουνό Ανζέρ, είναι θεαµατική. Στην κορυφή του υπάρχουν έξι λίµνες µε παγωµένο νερό και θέα υπέροχη προς όλες τις κατευθύνσεις, µέχρι µακριά στην θάλασσα. Από εδώ,  οι Μύριοι του Ξενοφώντα αντίκρισαν τον Πόντο και αναφώνησαν τη φράση που έχει µείνει πλέον στους αιώνες ως σύµβολο σωτηρίας:  (Θάλαττα – Θάλαττα!!!).

Εδώ, γίνεται στο τέλος του καλοκαιριού, όταν όλες οι σοδιές έχουν µαζευτεί και έρχεται η ώρα τα κοπάδια να γυρίσουν σε πιο χαµηλά µέρη - ο χειµώνας είναι δριµύς και άγριος και το χιόνι σκεπάζει τα πάντα - ένα από τα µεγαλύτερα πανηγύρια στην περιοχή. Στο Παρχάρι Sultan Morat, λαμβάνει χώρα το πιο ξακουστό πανηγύρι της περιοχής. Ο πολύ στενός δρόµος - ανάµεσα σε γκρεµούς και φαράγγια - δεν στέκεται εµπόδιο για χιλιάδες, στην κυριολεξία χιλιάδες ανθρώπους που ανεβαίνουν µε όλα τα µέσα, για το ολοήµερο γλέντι. Εδώ, στο πουθενά, στο καταπράσινο οροπέδιο, στήνεται για µια µέρα, µια ολόκληρη πόλη.

Το ξύλινο πανδοχείο ανοίγει και γύρω του ένα σωρό πρόχειρο καταστήµατα, µε όλα τα είδη που µπορεί να φανταστεί κανείς. Πρόχειρα τεϊοποτεία-το ζεστό τσάι αν και κατακαλόκαιρο είναι βάλσαµο-κρεοπωλεία και ψησταριές για το φαγητό, ρούχα που ανεµίζουν στον αέρα και χράµια και κουβέρτες για κάθε ανάγκη. Εξέδρες για το γλέντι και χιλιάδες αυτοκίνητα συνθέτουν το τοπίο.

Εδώ ο ξένος επισκέπτης δεν θα νοιώσει καθόλου ξένος. Δεν χρειάζεται να κάνεις πρόβλεψη για τίποτα. Φαγητό θα σου προσφερθεί άφθονο, καθώς όλες οι παρέες  που θα συναντήσεις σε κάθε βήµα, καθισµένες κάτω µ' όλα τα καλούδια απλωµένα γύρω, θα σε καλέσουν να κάτσεις να φας και να πιεις µαζί τους. Και το γλέντι, έχεις την αίσθηση ότι δεν έχει σταµατήσει από τον περασμένο Αύγουστο. Τόσος κόσµος, να χορεύει σε τόσους κύκλους. Τόσα νταούλια και κεµεντζέδες, τόσες γνωστές µουσικές, σε τραβάνε να µπεις στον χορό.




Κορτσόπον ντ'  έµµορφον είσαι 
νασάν την µάνναν π' έει σε, 
νασάν ατό το παλληκάρ, 
ντο θα µπορεί να παιρ σε. 


Ώρες ατέλειωτες κρατάει αυτό το γλέντι. Όταν τα σύννεφα  που παίζουν και αυτά όλη την ηµέρα, αρχίζουν να χαµηλώνουν, έρχεται η ώρα του τέλους. Τελείωσε και αυτό το καλοκαίρι. Τα καλαµπόκια, τα στάρια και τα ξύλα όλα έχουν µαζευτεί.  Τα ζωντανά θα γυρίσουν και αυτά στα χαµηλά µέρη, όλα καλά πήγαν και αυτό το καλοκαίρι, ο χειµώνας που έρχεται όσο βαρύς κι' αν είναι δεν φοβίζει. Με ευχές για καλή αντάµωση οι παρέες παίρνουν µε κέφι το δρόµο του γυρισµού.

Η περιοχή της ενδοχώρας, πλούσια στο παρελθόν σε ορυκτά- τα ορυχεία αργυρού και χαλκού της Αργυρούπολης και της Γαράσαρης ήταν ξακουστά από την εποχή των Κοµνηνών. Τα κάστρα ψηλά στα βουνά, γύρω από τις πόλεις, µαρτυρούν την οικονοµική ισχύ τους στο παρελθόν, σήµερα βρίσκονται σε πολύ µεγάλη υποβάθµιση. Άγονα εδάφη µε µοβ και σταχτιά πετρώµατα, µε λίγες καλλιέργειες, τα σπίτια γκρίζα, οι άνθρωποι πιο λίγοι, οι πόλεις και τα χωριά πιο έρηµα.


Μόνο τα ερείπια των κάστρων στέκουν στις κορυφές των βουνών, δηλώνοντας την ευηµερία και την στρατηγική άξια των περιοχών στο παρελθόν. Στις µεγάλες πόλεις της Τουρκίας, της Ευρώπης, του κόσµου, οι κάτοικοι της περιοχής ψάχνουν σήµερα άλλοι για το σύγχρονο Χρυσόµαλλο δέρας και άλλοι τα προς το Ζήν. Είναι αυτές οι εικόνες  µέρος της µαγείας που σου προκαλεί αυτή η περίεργη περιοχή. Μπορεί να είναι φτωχή, χωρίς ιδιαίτερες ανέσεις, µπορεί να προκαλεί διάφορα αντιφατικά αισθήµατα, αλλά ασκεί µια ιδιαίτερη γοητεία, τη γοητεία του αυθεντικού.

Επιστρέφοντας απ΄αυτό το ταξίδι, µε έντονες τις αναµνήσεις, έχεις την αίσθηση του ανικανοποίητου και την επιθυµία να ξανά-επιστρέψεις, για αυτά που δεν πρόλαβες και πρέπει να δεις.



Το ταξίδι στις πόλεις και τα χωριά του Πόντου πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο του 2006. Το αφιέρωμα "Πόντος, ταξίδι στη μνήμη" δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της Εφημερίδας Ελευθεροτυπία στο Τεύχος 351/ 06 Ιανουαρίου, 2007